ἀμφοτερόπλουν

ἀμφοτερόπλουν
ἀμφοτερόπλοος
navigable on both sides
masc/fem acc sg
ἀμφοτερόπλοος
navigable on both sides
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”